- εφαρμοστός
- -ή, -όαυτός που έχει καλή εφαρμογή, κομψός: Παπούτσι εφαρμοστό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἐφάρμοστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαρμοστός — ή, ό (Μ ἐφάρμοστος, ον) αυτός που εφαρμόζει ακριβώς, που παρουσιάζει τέλεια εφαρμογή, ο ταιριαστός («εφαρμοστό φόρεμα»). επίρρ... εφαρμοστά ταιριαστά, με τέλεια εφαρμογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… … Dictionary of Greek
Ἐφαρμόστου — Ἐφάρμοστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφαρμόστῳ — Ἐφάρμοστος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφάρμοστε — Ἐφάρμοστος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφάρμοστον — Ἐφάρμοστος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
αρτίκολλος — ἀρτίκολλος, ον (Α) 1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός 2. μτφ. ταιριαστός … Dictionary of Greek
κοντοσφίκτουρον — κοντοσφίκτουρον, τὸ (Μ) μανδύας κοντός και εφαρμοστός στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σφικτ ούριον (< σφικτός + ουρά + κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek